μεταστολιμαίος

μεταστολιμαίος
μεταστολιμαῑος, -αία, -ον (Α)
ο απεσταλμένος κάπου για κάποιο σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + -στολιμαῖος (< στολή + κατάλ. -μαῖος), πρβλ. απο-στολιμαίος, επι-στολιμαίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”